σταματίζω
(ρ.)
σταματίζου
[stamaˈtizu]
Μισθ.
Μεσν. ρ. σταματίζω, το οπ. από το ουσ. στάμα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025