ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταματίζω (ρ.) σταματίζου [stamaˈtizu] Μισθ. Μεσν. ρ. σταματίζω, το οπ. από το ουσ. στάμα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σταματώ να κάνω κάτι Μισθ. : Σου ξερό σου τόπους σταματίζαμ’ να ντου λάσουμι (όταν στέγνωνε ο τόπος σταματούσαμε να το οργώνουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. στέκω, κόφτω