σταλάζω
(ρ.)
σταλάζω
[staˈlazo]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. σταλάζω, το οπ. από αρχ. σταλάσσω.
Μτβ., στάζω
ό.π.τ.
:
Σο θεμέλι φσ̑ακνίνκαμε το λαχτόρι και σταλάζαμε τα αίματα γύρω γύρω
(Στα θεμέλια σφάζαμε τον κόκκορα και στάζαμε τα αίματα γύρω γύρω)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142