ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταλάζω (ρ.) σταλάζω [staˈlazo] Σινασσ., Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. σταλάζω, το οπ. από αρχ. σταλάσσω.
Μτβ., στάζω ό.π.τ. : Σο θεμέλι φσ̑ακνίνκαμε το λαχτόρι και σταλάζαμε τα αίματα γύρω γύρω (Στα θεμέλια σφάζαμε τον κόκκορα και στάζαμε τα αίματα γύρω γύρω) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142