ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σταντυομερή (επίρρ.) σταντυομερή [stadʝomeˈri] Αξ. Από τη φρ. στα δύο μέρη, όπου και τύπ. ντυο, (βλ. λ. δύο)
Γύρω, γύρω Αξ. : Ντρανούμ’ σταντυομερή (κοιτάμε γύρω γύρω) Αξ. -Μαυροχ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024