σταυρός
(ουσ. αρσ.)
σταυρός
[staˈvros]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
Γεν. Εν.
σταυρού
[staˈvru]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μισθ., Τζαλ., Τσαρικ., Φάρασ.
σταυρος-γιού
[stavroˈsʝu]
Ουλαγ.
Κλητ. Εν.
σταυρέ
[staˈvre]
Αραβαν.
Πληθ.
σταυρόια
[staˈvroia]
Μισθ., Τσαρικ.
σταυρά
[staˈvra]
Ανακ.
Αρχ. ουσ. σταυρός = πάσσαλος.
1. Ο σταυρός ως όργανο βασανισμού και εκτέλεσης
ό.π.τ.
:
Χριστός μπαγούρντ’σιν σου Σταυρός απάν’
(αναφώνησε ο Κύριος επί του Σταυρού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'πεκεί το δέντρο, λέισκαν, έκαναν του Χριστού το σταυρό
(από εκείνο το δέντρο, έλεγαν, έκαναν τον σταυρό του Χριστού)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Σταυρέ, βοή!
(Σταυρέ, βοήθα!˙ έκφραση απελπισίας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Του Σταυρού Προσ̑κύνασ’
(του Σταυρού η προσκύνηση˙ η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Συνεκδ., το αντίστοιχο αντικείμενο ως σύμβολο του Χριστιανισμού
Ανακ., κ.α., Μισθ.
:
Φίλαναν ντου σταυρό
(Φίλαγαν τον σταυρό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σάbαχτα τουν πέφτ’ σταυρός στου λερό απέσ’ μέρα παίρνει ένα κοτσ̑ί
(από τη μέρα που πέφτει σταυρός (στις 4 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο) στο νερό μέσα, η μέρα παίρνει ένα κόκκο, δηλ. μεγαλώνει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σταυρά και λιβάνια
(Σταυροί και λιβάνια)
Ανακ.
-Cost.
Παίρισκαμ ένα σαχάν αλεύρ’ και σάνισκαμ’ φεγγάρι σο τουβάρ', σταυρός, ανgελούϊα
(Παίρναμε ένα πιάτο αλεύρι και φτιάχναμε ένα φεγγάρι στον τοίχο, σταυρό, αγγελάκια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
|| Ασμ.
Ο Μάκρος πιάσε το σταυρό και ο Πλάτος την εικόνα
(Ο Μάκρος έπιασε τον σταυρό και ο Πλάτος την εικόνα )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Το κόσμημα που έχει το σχήμα του σταυρού
ό.π.τ.
:
Κουμουσιώνα σταυρός
(ασημένιος σταυρός
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Πάρ’ το γιέρημο κλειδί, κι άνοιξε το σεντούκι, ανοίγει κι αρραβώνά του, σταυρόν και λαχτυλίδα, δος τον και ας πηγαίνει
(πάρε το έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι, ανοίγει, και τα δώρα του αρραβώνα του, τον σταυρό και το δαχτυλίδι, δώσε του και ας πηγαίνει)
Καππ.
-Lag.
γ.
Ειδικότ., στον πληθ. τα εξαπτέρυγα
Μισθ.
:
Μπαϊράχ̇ια τσ̑ι τα σταυρόια
(οι σημαίες και τα εξαπτέρυγα
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Το σχήμα του σταυρού ως λατρευτική κίνηση
ό.π.τ.
:
Φτσ̑άνου του σταυρό μου
(κάνω τον σταυρό μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φκιάισ̑καν το σταυρό τ'νε και πασ̑λάταναν το φάημα
(Έκαναν το σταυρό τους και άρχιζαν το φαΐ)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έπ’κε το σταυρό τ’
(έκανε τον σταυρό του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Που βγ̇αίνισκαμ’ ασ’ σο σπίτ’, κάνισκαμ’ το σταυρό μας
(όταν βγαίναμε από το σπίτι μας, κάναμε το σταυρό μας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Θαγμάστην το φσ̑όκκο τσ̑' έβγκαλεν το σταυρόν του
(Θαύμασε το παιδί και σταυροκοπήθηκε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Να! Το σταυρό μου, αν έχω χαπάρ’
(να! Στον σταυρό μου, ας έχω χαμπάρι˙ όρκος ότι δεν γνωρίζω κάτι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τσ̑αού σταυρό 'ντετσ̑ού διάουλους
(εδώ σταυρός, εκεί διάβολος˙ το έλεγαν όταν έβλεπαν ανεμοστρόβιλο και έκαναν τον σταυρό τους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Σηκώθη ανατολικά κι έκαμε τον σταυρόν του, μιά κονταριά τον κτύπησε και πήρε τον λαιμόν του
(σηκώθηκε στην ανατολή κι έκανε τον σταυρό του, με μιά κονταριά τον χτύπησε και ἐκοψε το λαιμό του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
4. Στη γεν. η γιορτή του σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου
Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Τζαλ., Φλογ.
:
Σταυρού του βράντυ χωρίζουν οπ’ τσ̑η μάνα τους τα σταφύλια
(το βράδυ του Σταυρού χωρίζουν τα σταφύλια από τη μάνα τους, δηλ. από τα τσαμπιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γεννήχα Σταυρού μέρα
(γεννήθηκα τη μέρα της γιορτής του Σταυρού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σταυρού να πάω να σπείρω
(Την ημέρα του Σταυρού θα πάω να σπείρω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
Ανακ., Αξ.
γ.
Συνεκδ., ο Σεπτέμβριος
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
:
Τα δεκαπένdε αρχίναναν κι αλώνιζαν ως σου Σταυρού το μήνα, τέλια το Σταυρού
(από τις δεκαπέντε Αυγούστου άρχιζαν και αλώνιζαν μέχρι τον Σεπτέμβριο, τέλη του Σεπτέμβρη
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ατό το βαχίτι από δεκαπέντε του Σταυρού 'ς ως του να βκει Ε-Βασίλ’ είχαν ατό τ' αντέτι
(αυτό το χρονικό διάστημα από δεκαπέντε Σεπτεμβρίου ως να βγει ο Ιανουάριος είχαν αυτή τη συνήθεια
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
5. Η λ. ως ναωνύμιο
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Του Σταυρού το πεγάιδι
(το πηγάδι του Σταυρού˙ το αγἰασμα που βρισκόταν μπροστά από ξωκλήσι του Σταυρού)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
6. Σταυροδρόμι
Φάρασ.
7. Ο αστερισμός του Κύκνου
Καρατζάβ.