σταφύλι
(ουσ. ουδ.)
σταφύλι
[staˈfili]
Ανακ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ.
σταφύλ’
[staˈfil]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
σταφύγ'
[staˈfiʝ]
Ουλαγ.
Γεν. Εν.
σταφυλιού
[stafiˈʎu]
Ανακ., Μισθ.
σταφυλού
[stafiˈlu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
σταφύλια
[staˈfiʎa]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Φερτάκ.
σταφύλα
[staˈfila]
Κίσκ., Τσουχούρ.
σταφύ’α
[staˈfia]
Ουλαγ., Φερτάκ.
σταφύλε
[staˈfile]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. σταφύλιν, το οπ. από το μεταγν. σταφύλιον ως υποκορ. του αρχ. σταφυλή.
Σταφύλι
ό.π.τ.
:
Σταφύ'α μαύρο
(μαύρα σταφύλια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ούλα τα σταφύλια ποίκιν ντα α’ιασμό
(όλα τα σταφύλια τα άγιασε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντο ασμά έισ̑κε ερυό τζ̑ανgίλια μαύρα σταφύ'α
(το κλήμα είχε δυο τσαμπιά μαύρα σταφύλια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Είχε ένα αγασ̑λίχια, μήλα μ’ γκρεύεις, απίρια, βορκόκια, τσούτσες, σταφύλια, και τσ̑ι ντέν ειχε απ’ έσω τ’!
(είχε κάτι δέντρα, μήλα θέλεις, αχλάδια, βερίκοκα, μούρα, σταφύλια, και τι δεν είχε μέσα του!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πούρμι να διεβαστεί, σταφύλι δεν τρώισκαμ’
(μέχρι να διαβαστεί, δηλ. να ευλογηθεί, σταφύλι δεν τρώγαμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ξερώνου σταφυλιού τσιγκίλια, να μποίκου σταφί’ις
(ξηραίνω τσαμπιά σταφύλια για να κάνω σταφίδες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φέριξαμ’ ντα σταφύλια, σούχταμ’ ντα βγάλιξαμ’ γιρακού
(φέρναμε τα σταφύλια, τα στύβαμε, βγάζαμε τσίπουρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κουβάλισκαμ' σο σπίτ’ σταφύλια να φάμε
(κουβαλούσαμε το σπίτι σταφύλια για να φάμε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Οι άντρε κοφτίνκαν τα σταφύλε 'ς τα κλήματα
(οι άνδρες έκοβαν τα σταφύλια στα κλήματα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χαρε σως τις Παναι'ας μαύρα σταφύλα τζ̑ο τρώνκαμι· σάμου δεβαίνκινι η ορτη ς Παναι'ας υστερικου μας 'φήνκανι να φαμι
(Από τώρα ως της Παναγίας δεν τρώγαμε μαύρα σταφύλια· όταν πέρναγε η γιορτή της Παναγίας ύστερα μας άφηναν να φάμε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Σου σταφυλιού σον καιρόν
(στου σταφυλιού την εποχή˙ κατά τον τρύγο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σταφυλού Πάσκας
(του σταφυλιού Πάσχα˙ γιορτή στις 6 Αυγούστου, του Σωτήρος, κατά την οποία πήγαινα στην εκκλησία τα σταφύλια για να ευλογηθούν)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Παροιμ.
Το σταφύλ’ χιωρεί το σταφύλ’ και νίσ̑κεται αλαdζ̑ά
(το σταφύλι βλέπει το σταφύλι και κοκκινίζει˙ μαθαίνουμε όταν βλέπουμε τι κάνουν οι άλλοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντο ντιλκίς, το ντε σ̑υφτάν’ να φάγ’ τα σταφύλια, ζάσ̑’ τα αβρίρες
(η αλεπού, τα σταφύλια που δεν φτάνει, τα κάνει αγουρίδες˙ για όσους απαξιώνουν όλα όσα δεν μπορούν να επιτύχουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Σήκω, και σύ, αξένε, κάτσου πισκεφαλάδι
για δάκε ασό μαράκηνο, για δάκ’ ασό σταφύλι (σήκω κι εσύ ξένε, κάτσε στο προσκεφάλι,
για δάγκωσε από το δαμάσκηνο, για δάγκωσε από το σταφύλι) Τελμ. -Lag.
για δάκε ασό μαράκηνο, για δάκ’ ασό σταφύλι (σήκω κι εσύ ξένε, κάτσε στο προσκεφάλι,
για δάγκωσε από το δαμάσκηνο, για δάγκωσε από το σταφύλι) Τελμ. -Lag.