στεγνώνω
(ρ.)
Παρατατ.
στέγνουνα
[ˈsteɣnuna]
Ανακ.
Αόρ.
στέγνωσα
[ˈsteɣnosa]
Ανακ.
Υποτ.
στεγνώσω
[steˈɣnoso]
Φερτάκ.
Από το μεσν. ρ. στεγνώνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. στεγνόομαι-οῦμαι.
1. Ξεραίνω, αποξηραίνω
Μισθ., Φερτάκ.
:
Ντα κόπρια στέγνουναν ντα
(Τις κοπριές τις αποξηραίνανε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ως να τρυγήσουμ', κουβαλούσαμε, να τα φάμ', να τα στεγνώσουμ' σο δώμα, να κάνουμ' σταφίδες
(Μέχρι να αρχίσει ο τρύγος, κουβαλούσαμε (σταφύλια από τα αμπέλια), να τα φάμε, να τα ξεράνουμε στο δώμα, να τα κάνουμε σταφίδες)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Μαραίνομαι, ξεραίνομαι
Ανακ.
:
Στέγνωσεν και ξέρωσεν
(Μαράθηκε και ξεράθηκε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.