ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στεγνώνω (ρ.) Παρατατ. στέγνουνα [ˈsteɣnuna] Ανακ. Αόρ. στέγνωσα [ˈsteɣnosa] Ανακ. Υποτ. στεγνώσω [steˈɣnoso] Φερτάκ. Από το μεσν. ρ. στεγνώνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. στεγνόομαι-οῦμαι.
1. Ξεραίνω, αποξηραίνω Μισθ., Φερτάκ. : Ντα κόπρια στέγνουναν ντα (Τις κοπριές τις αποξηραίνανε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ως να τρυγήσουμ', κουβαλούσαμε, να τα φάμ', να τα στεγνώσουμ' σο δώμα, να κάνουμ' σταφίδες (Μέχρι να αρχίσει ο τρύγος, κουβαλούσαμε (σταφύλια από τα αμπέλια), να τα φάμε, να τα ξεράνουμε στο δώμα, να τα κάνουμε σταφίδες) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Μαραίνομαι, ξεραίνομαι Ανακ. : Στέγνωσεν και ξέρωσεν (Μαράθηκε και ξεράθηκε) Ανακ. -Κωστ.Α.