σταχτοπίτεκο
(ουσ. ουδ.)
σταχτοπ͑ίτεκο
[staxtoˈpʰiteko]
Αξ.
Από τα ουσ. στάχτη και πετέκι, όπου και τύπ. πιτέκι, και το επίθμ. -ο.
Πβ.
πετέκι
Δοχείο για να μαζεύει τη στάχτη από το τουντούρι