σταυρωτά
(επίρρ.)
σταυρωτά
[stavrοˈta]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
σταυρατά
[stavraˈta]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Νεότ. επίρρ. σταυρωτά, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. επίθ. σταυρωτὸς και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Σταυρωτά, με τέτοιο τρόπο ώστε η τοποθέτηση δύο επιμήκων συνήθ. πραγμάτων να σχηματίζει σταυρό
ό.π.τ.
:
Σεκ’ τα σταυρωτά
(Βάλ’ τα σταυρωτά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χόριβαν σϋρϋντούνα, πιάνιξαν δα χέρια έτσι σταυρωτά
(χόρευαν σουρουντίνα, έπιαναν τα χέρια έτσι σταυρωτά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Γύρω, τριγύρω, ολόγυρα
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ατσ̑εί σταυρωτά
(εκεί γύρω)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Bίνεψε τα θάλε σταυρατά
(Έρριξε τις πέτρες κατά μέρος)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Αμέτι γρεψέτι καό γιάμου ατσ̑εί σταυρατά ένι κανείς
(Πηγαίντε κοιτάξτε καλά μήπως εκεί γύρω είναι κανένας)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.