σταχτώνας
(επίθ.)
σταχτώνα
[staˈxtona]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. στάχτη και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Στάχτινος, σταχτένιος
:
Α σταχτώνα κούρι
(Μιά στάχτινη κουλούρα, δηλ. ψημένη στη στάχτη)
Φάρασ.
-Dawk.