σταλιγό
(επίρρ.)
σταλιγό
[staliˈɣo]
Γούρδ.
Πιθ. σχετίζεται με το επίρρ. λίγο.
Σε λίγο
Γούρδ.
:
Σταλιγό τ’ πήγε, τράν’σε σα τσ̑ουβάλια
(Σε λίγο πήγε, κοίταξε τα τσουβάλια)
Γούρδ.
-Dawk.