στάβλος
(ουσ. αρσ.)
στάβλος
[ˈstavlos]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
στάβλους
[ˈstavlus]
Μισθ., Τσαρικ.
στάβγος
[ˈstavɣos]
Φκόσ.
στάβκους
[ˈstavkus]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
στάβγκος
[ˈstavgos]
Φάρασ.
Ουδ.
στάβλο
[ˈstavlo]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Τζαλ., Φλογ.
στάβγο
[ˈstavɣo]
Φάρασ.
στάβκο
[ˈstavko]
Φάρασ.
Γεν.
σταβλού
[staˈvlu]
Αξ.
σταβλοζιού
[stavloˈzʝu]
Αξ.
Μεταγν. ουσ. στάβλος (< λατιν. stabulum), όπου και πρώιμ. μεσν. ουδ. τό στάβλον με μεταπλ. του γένους. Ο τύπ. στάβγος με τροπή του [vl] > [vɣ] για την οπ. βλ. Ανδριώτης (1948: 31). Οι τύπ. στάβκ- από τον τύπ. στάβγο με κλειστοπ. του [ɣ] > [k], ενώ ο τύπ. στάβγκος από τον τύπ. στάβκος με ηχηροπ. του [k] > [g].
Στάβλος
ό.π.τ.
:
Σο στάβλο βόιδια δεν αφήκεν, ούλα σάγνισ̑κεν
(στον στάβλο δεν άφησε βόδια, όλα τα σκότωσε)
Φλογ.
-Dawk.
Πέσου σο στάβγο είσ̑εν ο τεπεκόζης οφτά κατό πρόβατα
(μέσα στον στάβλο είχε ο Κύκλωπας εφτακόσια πρόβατα)
Φάρασ.
-Dawk.
Το πισ̑τικό κλείνουν ντο σ’ ένα στάβλο
(τον βοσκό τον κλείνουν σ’ έναν στάβλο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήφτουμ’ τσ̑εριά να φωτίσουμ’ ντου στάβλου
(ανάβουμε κεριά για να φωτίσουμε τον στάβλο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είπανε τζαι του χωρού τα χαϊβάνα: «Να υπάμε τζαι ’μεις σις χωρότοι μας κοντά. Χέρκες σ’ αφτέdη του το στάβκο»
(είπαν και τα ζώα του χωριού: «Να πάμε κι εμείς κοντά στους χωρικούς μας, ο καθένας στο στάβλο του αφέντη του»)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Χεκέτ’ ντά πράμαδα σου στάβλου
(βάλτε τα ζώα στον στάβλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήρτα να βγάλου νερό, να βγάλου ντα γελάδια απ’ του στάβλου να δα ποτίσου
(ήρθα να βγάλω νερό, να βγάλω τις αγελάδες από τον στάβλο να τις ποτίσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Στάβγκος τζ̑ό ’σ', τ’ αβγό πα ν'dα ποίκ’;
(στάβλο δεν έχεις, τ’ άλογο τι να το κάνεις;˙ για όσους δεν είναι προνοητικοί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
’ς τη μάνα σου ’μbρό σο στάβγκο μην μπαίνεις
(από τη μάνα σου μπροστά στον στάβλο μη μπαίνεις˙ για τους προπετείς που έπαιρναν τον λόγο πριν μιλήσουν οι μεγαλύτεροι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Έπαρ’ το γασ̑αγού σέμα ’ς το στάβλο, το έχ̑’ γιαρά το γαϊdούρ’ γοτζ̑ουνdούζ̑’
(πάρε το ξυστρί, μπες στον στάβλο, το γαϊδούρι που έχει πληγή ανησυχεί˙ για όποιον ευθύνεται για κάτι και νομίζει πως οι άλλοι αναφέρονται σε αυτόν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.