στάμα
(ουσ. ουδ.)
στάμα
[ˈstama]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
στάματα
[ˈstamata]
Μαλακ., Τροχ.
Πιθ. από το μεταγν. ουσ. στάμα = θέση, τόπος όπου σταματά ή στέκεται κανείς. Για φωνητικούς λόγους λιγότερο πιθ. η ετυμολόγηση από το μεσν. ουσ. στρέμμα (βλ. Dawkins 1916: 645).
1. Μονάδα εμβαδού για την μέτρηση της έκτασης γης, το στρέμμα, που ισοδυναμούμε με περίπου 40 x 40 βήματα
ό.π.τ.
:
Χαρίζω ένα στάμα, κόμμα ας τα Γάγγλες
(χαρίζω ένα στρέμμα, χωράφι στις Γάγγλες)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σεράντα σ̑κελίσματα ούτσ̑α και σεράνdα σ̑κελίσματα ούτσ̑α σάν-νε ένα στάμα
(σαράντα ανοιχτά βήματα έτσι και σαράντα ανοιχτά βήματα έτσι κάνουν ένα στρέμμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σον Αμμουδιά έχομε 15 στάματα κόμμα
(Στην περιοχή Αμμουδιά έχουμε 15 στρέμματα χωράφι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Τρία μέρες με το αστιμάρ' σκάφτισκα ένα στάμα
(Τρεις μέρες με το αξινάρι έσκαβα ένα στρέμμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Συνεκδ. μέτρο για το θέρισμα σταριού, κριθαριού κτλ,
:
Τρία στάματα κ’σάρ'
(τρία στρέμματα κριθάρι)
Αξ.
-Μαυροχ.