ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στάμα (ουσ. ουδ.) στάμα [ˈstama] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. στάματα [ˈstamata] Μαλακ., Τροχ. Πιθ. από το μεταγν. ουσ. στάμα = θέση, τόπος όπου σταματά ή στέκεται κανείς. Για φωνητικούς λόγους λιγότερο πιθ. η ετυμολόγηση από το μεσν. ουσ. στρέμμα (βλ. Dawkins 1916: 645).
1. Μονάδα εμβαδού για την μέτρηση της έκτασης γης, το στρέμμα, που ισοδυναμούμε με περίπου 40 x 40 βήματα ό.π.τ. : Χαρίζω ένα στάμα, κόμμα ας τα Γάγγλες (χαρίζω ένα στρέμμα, χωράφι στις Γάγγλες) Αξ. -Μαυροχ. Σεράντα σ̑κελίσματα ούτσ̑α και σεράνdα σ̑κελίσματα ούτσ̑α σάν-νε ένα στάμα (σαράντα ανοιχτά βήματα έτσι και σαράντα ανοιχτά βήματα έτσι κάνουν ένα στρέμμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σον Αμμουδιά έχομε 15 στάματα κόμμα (Στην περιοχή Αμμουδιά έχουμε 15 στρέμματα χωράφι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Τρία μέρες με το αστιμάρ' σκάφτισκα ένα στάμα (Τρεις μέρες με το αξινάρι έσκαβα ένα στρέμμα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Συνεκδ. μέτρο για το θέρισμα σταριού, κριθαριού κτλ, : Τρία στάματα κ’σάρ' (τρία στρέμματα κριθάρι) Αξ. -Μαυροχ.