σπουδή
(ουσ. θηλ.)
σπουδή
[spuˈði]
Σινασσ.
σπουdή
[spuˈdi]
Αραβαν.
Αρχ. ουσ. σπουδὴ = βιασύνη.
Βιασύνη
ό.π.τ.
:
Ασ' το σπουντή μ’ ζομπόλ’σα να γομώσω το μαντήλι μ’ ένα-ερυό μεϊβάρια
(Από την βιασύνη μου, λησμόνησα να γεμίσω το μαντήλι μου μ' ένα-δυο φρούτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ατσελές, γουβράημα, σπούδασμα :1, τελασέ