ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπουδή (ουσ. θηλ.) σπουδή [spuˈði] Σινασσ. σπουdή [spuˈdi] Αραβαν. Αρχ. ουσ. σπουδὴ = βιασύνη.
Βιασύνη ό.π.τ. : Ασ' το σπουντή μ’ ζομπόλ’σα να γομώσω το μαντήλι μ’ ένα-ερυό μεϊβάρια (Από την βιασύνη μου, λησμόνησα να γεμίσω το μαντήλι μου μ' ένα-δυο φρούτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ατσελές, γουβράημα, σπούδασμα :1, τελασέ