χίσμι
(ουσ. ουδ.)
χίσ̑μι
[ˈçiʃmi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. hışım, -şmı (< περσ. ḫişm) = οργή, θυμός. Πβ. νεότ. χισίμ.
Οργή, κατάρα
Φάρασ.
:
Να νάρτεις σο αβτζ̑η-μουράτη ντο χίσ̑μι
(Να έχεις την οργή του Μουράντ του κυνηγού)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
οργή