χίτεμα
(ουσ. ουδ.)
χίτεμα
[ˈçitema]
Φάρασ.
χίτιμα
[ˈçitima]
Τσουχούρ.
Από το ρ. χιτάω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τρέξιμο
:
'ς το χίτεμα ίδρωσε
(Από το τρέξιμο ίδρωσε)
Φάρασ.
-Αναστασ.