χλώριασμα
(ουσ. ουδ.)
χλώριασμα
['xlorʝazma]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. χλώριασμα (βλ. Λεξ. Βλάχ., λ. χλωράδα), το οπ. το αορ. θ. του αρχ. ρ. χλωριάω-ῶ = α) πρασινίζω, β) γίνομαι ωχρός, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κιτρίνισμα
Μισθ.