χναριά
(ουσ. θηλ.)
χινεριά
[çineˈrʝa]
Μαλακ.
Πληθ.
χινεριές
[çineˈrʝes]
Μαλακ.
Από το ουσ. αχνάρι, όπου και τύπ. χινέρι, και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Ίχνος