ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χναριά (ουσ. θηλ.) χινεριά [çineˈrʝa] Μαλακ. Πληθ. χινεριές [çineˈrʝes] Μαλακ. Από το ουσ. αχνάρι, όπου και τύπ. χινέρι, και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Ίχνος