ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοιράγκαθο (ουσ. ουδ.) χοιράγκαγιο [çiˈragaʝo] Αξ. σ̑οιράγκατο [ʃiˈraŋgato] Φερτάκ. τσ̑οιλάνgαρα [tʃi'laŋgara] Μισθ., Τσαρικ. Αρσ. χοιραγκάθης [çiraˈgaθis] Φερτάκ. τσ̑οιλάγκαρας [tʃi'lagaras] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. χοιράκανθος = σκαντζόχοιρος, το οπ. από τα ουσ. χοῖρος και αγκάθι.
Σκαντζόχοιρος ό.π.τ. : Αγκάγ̑' χοιράγκαγιογιου (Αγκάθι σκαντζόχοιρου) Αξ. -Μαυροχ. Ογώ γιάντζι έφαγα τίδου, τσιλάγκαρα, ντα ζοχάδες έφ'χαν (Εγώ από τότε που έφαγα τέτοιο, σκαντζόχοιρο, οι αιμορροΐδες έφυγαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κιπρί