χοβολιέρης
(επίθ.)
χοβολιέρι
[xovoˈʎeri]
Φάρασ.
Από το ουσ. χοβόλι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Για χωράφια, κοπρισμένος, λιπασμένος