χοβόλι
(ουσ. ουδ.)
χοβόλι
[xoˈvoli]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. χόβολη, το οπ. πιθ. από το βενετ. ουσ. *fogolo.
1. Χόβολη
Φάρασ.