χοιριδόκκο
(ουσ. ουδ.)
σ̑οιροδόκκο
[ʃiroˈðok:o]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. χοιρίδι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Γουρουνάκι
Συνών.
γουρουνόκκο