χολέρα
(ουσ. θηλ.)
χολέρα
[xoˈlera]
Γούρδ.
χουλιέρα
[xuˈʎera]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. χολέρα.
Η χολέρα
ό.π.τ.