χολιατουρντίζω
(ρ.)
χολιατουρντίζου
[xoʎaturˈdizu]
Μισθ.
Από το ρ. χολιάζω αναλογ. προς τις δομές τουρκ. ρ. σε -ρντίζω και το τουρκ. ρ. durmak το οποίο σχηματίζει σύνθετα ρήματα που δηλώνουν την επανάληψη της ενέργειας που δηλώνει το α΄ ρηματικό συνθ. (π.χ. bakadurmak = βλέπω συνεχώς). Για τον σχηματισμό πβ. λ. κλουφατουρντίζω.
Εξοργίζω
Μισθ.
:
Σήμερα ήρτι ένα, που λες, χολιατούρ΄σι μι
(Σήμερα ήρθε ένας, που λες, με νευρίασε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γεμώνω :3, κιζτιρτίζω, χολιάζω