ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χολιάζω (ρ.) χολιάζω [xoˈʎazo] Τελμ., Φλογ. χολιέζω [xoˈʎezo] Φάρασ. Παθ. χολιάζομαι [xo'ʎazome] Σινασσ., Φλογ. χολιάζουμαι [xοˈʎazume] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Φερτάκ. χολιέζομαι [xοˈʎezome] Φάρασ. χολιέζουμαι [xοˈʎezume] Φάρασ. χολιαζιέμι [xoʎaˈzʝemi] Μισθ. χολιάζουμι [xοˈʎazumi] Μαλακ., Μισθ. Παθ. Αόρ. χολιάστα [xo'ʎasta] Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. χολιέστα [xo'ʎesta] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Μτχ. χολιασμένο [xoʎaˈzmeno] Αραβαν., Τελμ. χολιασμένου [xoʎazmenu] Μισθ. χολιεσμένου [xoʎeˈzmenu] Τσουχούρ. Από το μεσν. ρ. χολιάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. χολάω-ῶ.
1. Ενεργ., εξοργίζω, κάνω κάποιον να θυμώσει Τελμ. : || Ασμ. Aν με χολιάσουν και βαριά, τον βασιλιό, τον περνώ τον.
Aς τ' ήκ'σεν ο βασιλός, βαριά ήτο χολιασμένος
(Aν με θυμώσουν και πολύ, τον βασιλιά, τον ξεπερνώ.
Όταν το άκουσε ο βασιλιάς, ήταν πολύ θυμωμένος)
Τελμ. -Lag.
Συνών. γεμώνω :3, κιζτιρτίζω, χολιατουρντίζω
2. Μεσοπαθ., οργίζομαι, θυμώνω ό.π.τ. : Ύστερα τϋτσ̑άρος χολιάστεν, και τράνσεν σο πρόσωπό τ' (Ύστερα ο έμπορος νευρίασε και κοίταξε το πρόσωπό της) Φλογ. -Dawk. Βασ̑ιλιός χολιάζεται (Ο βασιλιάς νευριάζει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χολιάστην, γιατί να τον σημαδέψουν χωρίς τη γνώμη τ' (Θύμωσε γιατί τον αρραβώνιασαν χωρίς να τον ρωτήσουν) Σινασσ. -Λεύκωμα Ο ασλάνος χολιέστι μο το του σ̑οιριδού το κατσ̑ί (Το λιοντάρι θύμωσε με τα λόγια του γουρουνιού) Φάρασ. -Παπαδ. Γιάι χολιαζιέσι; (Γιατί θυμώνεις;) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ερ ντα ιδεί η μα σου α χολιεστεί (Αν το δει η μάνα σου θα θυμώσει) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Ο 'αγός χολιέστη στο ρουσ̑ί, 'άχτ'σεν ντα, τσάκ'σεν το ποράδιν του (Ο λαγός θύμωσε με το βουνό, το κλώτσησε, τσάκισε το ποδάρι του˙ δεν πρέπει κανείς να τα βάζει με ισχυρότερους αντιπάλους) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. γαυριάζω