χολιάζω
(ρ.)
χολιάζω
[xoˈʎazo]
Τελμ., Φλογ.
χολιέζω
[xoˈʎezo]
Φάρασ.
Παθ.
χολιάζομαι
[xo'ʎazome]
Σινασσ., Φλογ.
χολιάζουμαι
[xοˈʎazume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Φερτάκ.
χολιέζομαι
[xοˈʎezome]
Φάρασ.
χολιέζουμαι
[xοˈʎezume]
Φάρασ.
χολιαζιέμι
[xoʎaˈzʝemi]
Μισθ.
χολιάζουμι
[xοˈʎazumi]
Μαλακ., Μισθ.
Παθ. Αόρ.
χολιάστα
[xo'ʎasta]
Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
χολιέστα
[xo'ʎesta]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Μτχ.
χολιασμένο
[xoʎaˈzmeno]
Αραβαν., Τελμ.
χολιασμένου
[xoʎazmenu]
Μισθ.
χολιεσμένου
[xoʎeˈzmenu]
Τσουχούρ.
Από το μεσν. ρ. χολιάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. χολάω-ῶ.
1. Ενεργ., εξοργίζω, κάνω κάποιον να θυμώσει
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Aν με χολιάσουν και βαριά, τον βασιλιό, τον περνώ τον.
Aς τ' ήκ'σεν ο βασιλός, βαριά ήτο χολιασμένος (Aν με θυμώσουν και πολύ, τον βασιλιά, τον ξεπερνώ.
Όταν το άκουσε ο βασιλιάς, ήταν πολύ θυμωμένος) Τελμ. -Lag. Συνών. γεμώνω :3, κιζτιρτίζω, χολιατουρντίζω
Aς τ' ήκ'σεν ο βασιλός, βαριά ήτο χολιασμένος (Aν με θυμώσουν και πολύ, τον βασιλιά, τον ξεπερνώ.
Όταν το άκουσε ο βασιλιάς, ήταν πολύ θυμωμένος) Τελμ. -Lag. Συνών. γεμώνω :3, κιζτιρτίζω, χολιατουρντίζω
2. Μεσοπαθ., οργίζομαι, θυμώνω
ό.π.τ.
:
Ύστερα τϋτσ̑άρος χολιάστεν, και τράνσεν σο πρόσωπό τ'
(Ύστερα ο έμπορος νευρίασε και κοίταξε το πρόσωπό της)
Φλογ.
-Dawk.
Βασ̑ιλιός χολιάζεται
(Ο βασιλιάς νευριάζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χολιάστην, γιατί να τον σημαδέψουν χωρίς τη γνώμη τ'
(Θύμωσε γιατί τον αρραβώνιασαν χωρίς να τον ρωτήσουν)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ο ασλάνος χολιέστι μο το του σ̑οιριδού το κατσ̑ί
(Το λιοντάρι θύμωσε με τα λόγια του γουρουνιού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Γιάι χολιαζιέσι;
(Γιατί θυμώνεις;)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ερ ντα ιδεί η μα σου α χολιεστεί
(Αν το δει η μάνα σου θα θυμώσει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Ο 'αγός χολιέστη στο ρουσ̑ί, 'άχτ'σεν ντα, τσάκ'σεν το ποράδιν του
(Ο λαγός θύμωσε με το βουνό, το κλώτσησε, τσάκισε το ποδάρι του˙ δεν πρέπει κανείς να τα βάζει με ισχυρότερους αντιπάλους)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
γαυριάζω