χοβλατώ
(ρ.)
χοβλατώ
[xovlaˈto]
Φάρασ.
χοβλατίζω
[xovlaˈtizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. hovlamak = επιτίθεμαι.
Ορμώ
:
Χοβλάτ'σε σοις παντιdζοί πάνου
(Όρμησε πάνω στους ποντικούς)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γοπτίζω