ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοβλατώ (ρ.) χοβλατώ [xovlaˈto] Φάρασ. χοβλατίζω [xovlaˈtizo] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. hovlamak = επιτίθεμαι.
Ορμώ : Χοβλάτ'σε σοις παντιdζοί πάνου (Όρμησε πάνω στους ποντικούς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γοπτίζω