ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γοπτίζω (ρ.) γοπτίζω [ɣoˈptizo] Σινασσ. γοπτίζου [ɣoˈptizu] Μισθ. γοπ͑τ͑ι-έω [ɣopʰtʰiˈeo] Φάρασ. γόπτω [ˈɣopto] Σινασσ. Αόρ. γόπ'σα [ˈɣopsa] Αραβαν., Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kopmak (αόρ. koptu) = α) αποσπώμαι, κόβομαι β) ξεσπώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γόπτω με επιδρ. του ρ. κόφτω. Πβ. νεότ. ρ. κοπτίζω = εμφανίζομαι (ξαφνικά), ξεπροβάλλω (Mackridge 2021: 79, 207).
1. Αποσπώμαι, ξεκολλώ, κόβομαι ό.π.τ. : || Φρ. Γόπ'σι καργιά μ' (Έσπασε η καρδιά μου˙ τρόμαξα) Μισθ. -Μακρ. To γουσκούνι τ' άλλο γόπ'σε (Το λουρί του σαμαριού κόπηκε πια˙ για κάποιον που αποθρασύνθηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Ορμώ, εξαπολύομαι Σινασσ. Συνών. χοβλατώ :1
3. Ξεκολλώ, αποσπώ : Ογώ γοπτίζου ντα κάdουρις (Εγώ ξεκολλώ τις φωτογραφίες) Μισθ. -Φατ. Συνών. γλυμμίζω :3, κόφτω :2