ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμώνομαι (ρ.) καμώνομαι [kaˈmonome] Σινασσ., Φάρασ. Παρατατ. καμούμουν [kaˈmumun] Φάρασ. Μεσν. ρ. καμώνομαι.
Προσποιούμαι ό.π.τ. : Ακριβά καμούσανdε (Προποιούνταν ότι ήταν πιστοί) Φάρασ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 15/01/2025