καμώνομαι
(ρ.)
καμώνομαι
[kaˈmonome]
Σινασσ., Φάρασ.
Παρατατ.
καμούμουν
[kaˈmumun]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. καμώνομαι.
Προσποιούμαι
ό.π.τ.
:
Ακριβά καμούσανdε
(Προποιούνταν ότι ήταν πιστοί)
Φάρασ.
-Dawk.