ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βόσκος (ουσ. αρσ.) βόσ̑κος [ˈvoʃkos] Φλογ. Από το ρ. βοσκίζω αναλογ. κατά τα θερίζω-θέρος, βορίζω-βόρος.
Βοσκή : Τα πρόγατα παίνισκαν σο βόσ̑κο (Τα πρόβατα πήγαιναν στην βοσκή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. βοσκή, βόσκημα, γκιντί