βόσκος
(ουσ. αρσ.)
βόσ̑κος
[ˈvoʃkos]
Φλογ.
Από το ρ. βοσκίζω αναλογ. κατά τα θερίζω-θέρος, βορίζω-βόρος.
Τροποποιήθηκε: 21/01/2025