βουβάλι
(ουσ. ουδ.)
βάλ'
[val]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ., Χαλβάντ.
γουβάλι
[ɣuˈvali]
Φάρασ.
Πληθ.
βάλια
[ˈvaʎa]
Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τσαρικ.
γουβάλε
[ɣuˈvale]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. βουβάλιν. Ο τύπ. γουβάλι με ανομ. Ο τύπ. βάλ' με ανομοιωτ. απλοποίηση των δύο επάλληλων συλλαβών που αρχίζουν από [v].
1. Βουβάλι
ό.π.τ.
:
Του βαλιού δου γάλα
(Βουβαλίσιο γάλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γουβαλού τσ̑έρατου
(Το κέρατο του βουβαλιού)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Γουβαλού άλειμμα
(Βουβαλήσιο βούτυρο)
Φάρασ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Έφαγε βαλιού οξ̑ύγαλα
(Έφαγε βουβαλίσιο γιαούρτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παιρπαίν'νε βόιdα, καμbήλια, βάλια, ορνίθια, πρόβατα, και παίν'νε σο βουϊνί
(Παίρνουνε βόδια, καμήλες, βουβάλια, κότες, πρόβατα και πηγαίνουνε στο βουνό)
Φλογ.
-Dawk.
Ντου βάλ' πέρνασιν 'ς τ' α’υρώνα
(Το βουβάλι μπήκε στον αχυρώνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ογώ τσ̑αού 'πάν' 'τουν ήρτα, είχαμ' βάλ' είχαμ’ χτηνά είχαμ' πρόγαδα
(Εγώ όταν ήρθα εδώ πάνω, είχαμε βουβάλι, είχαμε αγελάδες, είχαμε πρόβατα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου καράατσ̑' ντε βγαίνιψι απ' ντα χτηνά, μόνο βγαίνιψι απ' ντα βάλια
(Το καλό βούτυρο δεν έβγαινε από τις αγελάδες, μόνο έβγαινε από τα βουβάλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντο βάλ' ντέν ντο βρίζουν, ντέ 'ναι καλό
(Το βουβάλι δεν το βρίζουν, δεν είναι καλό)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ζέγιξαμ' τσι α βάλια
(Ζεύαμε και τα βουβάλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
τζαμούζι