ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουβάλι (ουσ. ουδ.) βάλ' [val] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ., Χαλβάντ. γουβάλι [ɣuˈvali] Φάρασ. Πληθ. βάλια [ˈvaʎa] Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τσαρικ. γουβάλε [ɣuˈvale] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. βουβάλιν. Ο τύπ. γουβάλι με ανομ. Ο τύπ. βάλ' με ανομοιωτ. απλοποίηση των δύο επάλληλων συλλαβών που αρχίζουν από [v].
1. Βουβάλι ό.π.τ. : Του βαλιού δου γάλα (Βουβαλίσιο γάλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γουβαλού τσ̑έρατου (Το κέρατο του βουβαλιού) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Γουβαλού άλειμμα (Βουβαλήσιο βούτυρο) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. Έφαγε βαλιού οξ̑ύγαλα (Έφαγε βουβαλίσιο γιαούρτι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παιρπαίν'νε βόιdα, καμbήλια, βάλια, ορνίθια, πρόβατα, και παίν'νε σο βουϊνί (Παίρνουνε βόδια, καμήλες, βουβάλια, κότες, πρόβατα και πηγαίνουνε στο βουνό) Φλογ. -Dawk. Ντου βάλ' πέρνασιν 'ς τ' α’υρώνα (Το βουβάλι μπήκε στον αχυρώνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ογώ τσ̑αού 'πάν' 'τουν ήρτα, είχαμ' βάλ' είχαμ’ χτηνά είχαμ' πρόγαδα (Εγώ όταν ήρθα εδώ πάνω, είχαμε βουβάλι, είχαμε αγελάδες, είχαμε πρόβατα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντου καράατσ̑' ντε βγαίνιψι απ' ντα χτηνά, μόνο βγαίνιψι απ' ντα βάλια (Το καλό βούτυρο δεν έβγαινε από τις αγελάδες, μόνο έβγαινε από τα βουβάλια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντο βάλ' ντέν ντο βρίζουν, ντέ 'ναι καλό (Το βουβάλι δεν το βρίζουν, δεν είναι καλό) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ζέγιξαμ' τσι α βάλια (Ζεύαμε και τα βουβάλια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. τζαμούζι
2. Μτφ., εύσωμος άνθρωπος Μισθ. Συνών. γαπάς, θεριακωμένος, ορέκας