βόρος
(ουσ. αρσ.)
βόρος
[ˈvoros]
Ανακ., Αξ.
Από το ρ. βορίζω υποχωρητ., αναλογ. κατά τα θερίζω - θέρος.
1. Λίχνισμα
ό.π.τ.
:
Το βόρο αγάπανά το πολύ
(Το λίχνισμα μου άρεσε πολύ)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βόρισμα
2. Η άδεια των δεκατιστών για λίχνισμα
Αξ.
:
Αγάγε ντώκαν βόρος
(Οι αγάδες έδωσαν άδεια για λίχνισμα)
Αξ.
-Μαυροχ.