ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βόρος (ουσ. αρσ.) βόρος [ˈvoros] Ανακ., Αξ. Από το ρ. βορίζω υποχωρητ., αναλογ. κατά τα θερίζω - θέρος.
1. Λίχνισμα ό.π.τ. : Το βόρο αγάπανά το πολύ (Το λίχνισμα μου άρεσε πολύ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βόρισμα
2. Η άδεια των δεκατιστών για λίχνισμα Αξ. : Αγάγε ντώκαν βόρος (Οι αγάδες έδωσαν άδεια για λίχνισμα) Αξ. -Μαυροχ.