βοσκέρης
(ουσ. αρσ.)
βοστσ̑έρ'
[vosˈtʃer]
Φάρασ.
Από το ουσ. βοσκή και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Βοσκός
Συνών.
βοσκιός, πιστικός :1, τσομπάνος