ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βορκολακιάζω (ρ.) βορκολακιάζω [vorkolaˈcazo] Σινασσ. Aπό το ουσ. βορκόλακας και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Βρικολακιάζω Συνών. χορτλαντίζω
2. Μτφ., μένω άγρυπνος την νύχτα : Τι βορκολακιάζεις και δεν κοιμάσαι; (Γιατί βρικολακιάζεις και δεν κοιμάσαι;) Σινασσ. -Αρχέλ.