βορκολακιάζω
(ρ.)
βορκολακιάζω
[vorkolaˈcazo]
Σινασσ.
Aπό το ουσ. βορκόλακας και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Βρικολακιάζω
Συνών.
χορτλαντίζω
2. Μτφ., μένω άγρυπνος την νύχτα
:
Τι βορκολακιάζεις και δεν κοιμάσαι;
(Γιατί βρικολακιάζεις και δεν κοιμάσαι;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.