βολονιάζω
(ρ.)
βολονιάζου
[voloˈɲazu]
Σίλ.
μπονιάζω
[boˈɲazο]
Φάρασ.
μbονι-έζω
[mboniˈezo]
Φάρασ.
Από νεότ. ρ. βελονιάζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. βελόνι, όπου και τύπ. βολόνι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Ο τύπ. μbονι-έζω από τον τύπ. βι-όνι, ενώ η τροπή του αρκτ. [v] σε [mb] ίσως από συμπροφ. με την αντων. στην αιτ.: [ton-v > tomv > tomb > to-mb].
1. Bελονιάζω, περνώ την κλωστή στην βελόνα
Φάρασ.
2. Aνατριχιάζω
Σίλ.
:
Βολονιάζει τένι μου
(Ανατριχιάζει το κορμί μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6