ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βολονιάζω (ρ.) βολονιάζου [voloˈɲazu] Σίλ. μπονιάζω [boˈɲazο] Φάρασ. μbονι-έζω [mboniˈezo] Φάρασ. Από νεότ. ρ. βελονιάζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. βελόνι, όπου και τύπ. βολόνι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Ο τύπ. μbονι-έζω από τον τύπ. βι-όνι, ενώ η τροπή του αρκτ. [v] σε [mb] ίσως από συμπροφ. με την αντων. στην αιτ.: [ton-v > tomv > tomb > to-mb].
1. Bελονιάζω, περνώ την κλωστή στην βελόνα Φάρασ.
2. Aνατριχιάζω Σίλ. : Βολονιάζει τένι μου (Ανατριχιάζει το κορμί μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6