ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάρτυρας (ουσ. αρσ.) μάρτυρας [ˈmartiras] Φάρασ. Πληθ. μάρτυροι [ˈmartiri] Δίλ. μαρτύροι [marˈtiri] Φάρασ. μαρτύρ' [marˈtir] Μισθ. μαρτυραίοι [martiˈrei] Ποτάμ. Από το αρχ. ουσ. μάρτυς. Ο τύπ. μάρτυρας μεσν.
1. Μάρτυρας, αυτός που μαρτυρεί, βεβαιώνει κάτι ό.π.τ. : Eγώ 'α γράψω το μάλι μου σον υιό μου πάνου, να νάστε μαρτύροι (Εγώ θα γράψω την περιουσία μου στο γιό μου, να είστε μάρτυρες) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ατζεί πεκλετίνκεν ο ασλάνος μο το καπλάνι μάρτυρα (Εκεί περίμενε το λιοντάρι με τον τίγρη για μάρτυρα) Φάρασ. -Παπαδ. Κρεύιξ' τρία μαρτύρ' (Χρειαζόταν τρεις μάρτυρες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Nτικαστήριο ντε ντέχτηκαν, ντε πήαν ντου μαρτύρ', κανείς (Το δικαστήριο δεν το δέχτηκε, δεν πήγαν οι μάρτυρες, κανείς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ισπάτης :1, σαΐτης
2. Πάσσαλος ή βράχος που χρησιμεύει ως ορόσημο Φάρασ. Συνών. τερμόνι, συνόρι
3. Μάρτυρας της χριστιανικής θρησκείας, αυτός που βασανίζεται για την πίστη του : || Φρ. Σεράντα μάρτυροι φαΐ (Φαΐ των σαράντα μαρτύρων˙ φαγητό με σπόρια ή όσπρια για την εορτή των 40 μαρτύρων) Δίλ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Και εκεί στο πεγαδόριζο χουρσί δεντρίν εφύτρωνε
Το κλώνι ήταν ο Χριστός η ρίζα Αποστόλοι
τα φύλλα που επέφταν ήσαν οι μαρτυραίοι
(Κι εκεί στην ρίζα της πηγής φύτρωνε ένα χρυσό δέντρο
Ο Χριστός ήταν το κλαδί, οι Απόστολοι ήταν η ρίζα
και τα φύλλα που έπεφταν ήταν οι μάρτυρες)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327