μάρτυρας
(ουσ. αρσ.)
μάρτυρας
[ˈmartiras]
Φάρασ.
Πληθ.
μάρτυροι
[ˈmartiri]
Δίλ.
μαρτύροι
[marˈtiri]
Φάρασ.
μαρτύρ'
[marˈtir]
Μισθ.
μαρτυραίοι
[martiˈrei]
Ποτάμ.
Από το αρχ. ουσ. μάρτυς. Ο τύπ. μάρτυρας μεσν.
1. Μάρτυρας, αυτός που μαρτυρεί, βεβαιώνει κάτι
ό.π.τ.
:
Eγώ 'α γράψω το μάλι μου σον υιό μου πάνου, να νάστε μαρτύροι
(Εγώ θα γράψω την περιουσία μου στο γιό μου, να είστε μάρτυρες)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ατζεί πεκλετίνκεν ο ασλάνος μο το καπλάνι μάρτυρα
(Εκεί περίμενε το λιοντάρι με τον τίγρη για μάρτυρα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Κρεύιξ' τρία μαρτύρ'
(Χρειαζόταν τρεις μάρτυρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Nτικαστήριο ντε ντέχτηκαν, ντε πήαν ντου μαρτύρ', κανείς
(Το δικαστήριο δεν το δέχτηκε, δεν πήγαν οι μάρτυρες, κανείς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ισπάτης :1, σαΐτης
3. Μάρτυρας της χριστιανικής θρησκείας, αυτός που βασανίζεται για την πίστη του
:
|| Φρ.
Σεράντα μάρτυροι φαΐ
(Φαΐ των σαράντα μαρτύρων˙ φαγητό με σπόρια ή όσπρια για την εορτή των 40 μαρτύρων)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Και εκεί στο πεγαδόριζο χουρσί δεντρίν εφύτρωνε
Το κλώνι ήταν ο Χριστός η ρίζα Αποστόλοι
τα φύλλα που επέφταν ήσαν οι μαρτυραίοι (Κι εκεί στην ρίζα της πηγής φύτρωνε ένα χρυσό δέντρο
Ο Χριστός ήταν το κλαδί, οι Απόστολοι ήταν η ρίζα
και τα φύλλα που έπεφταν ήταν οι μάρτυρες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Το κλώνι ήταν ο Χριστός η ρίζα Αποστόλοι
τα φύλλα που επέφταν ήσαν οι μαρτυραίοι (Κι εκεί στην ρίζα της πηγής φύτρωνε ένα χρυσό δέντρο
Ο Χριστός ήταν το κλαδί, οι Απόστολοι ήταν η ρίζα
και τα φύλλα που έπεφταν ήταν οι μάρτυρες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327