μαρούκια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
μαρούκια
[maˈruca]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
Θηλ.
μαρούκ-κα
[maˈrukka]
Αξ.
Από το αρμεν. մորուք (moruk) = γενειάδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. majruk σύμφωνα με τον Τζιτζιλή (1995: 82), όπου εξηγεί και την σημασιολ. μεταβολή από την σημ. ‘γενειάδα’ σε ‘σαγόνι’. Σύμφωνα με τον Καραποτόσογλου (1990-1991: 297) υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. μαρουκιέμαι. Δεν σχετίζεται με το αρχ. ουσ. μήρυξ (Ηatzidakis 1897: 99). Εσφαλμένη και η ετυμολόγηση του Καρολίδη (1885: 191) από ρίζα mar- = φονεύω, καταστρέφω, συντρίβω. Η λ. και Πόντ.