μαρκάλα
(ουσ. θηλ.)
μαρκάλα
[marˈkala]
Σινασσ.
Πιθ. σχετίζεται με το αρμεν. ουσ. մարհ [marh] = θάνατος, καταστροφή, απώτερα ιρανικής προελεύσεως (Martirosyan 2010, λ. mah), πβ. το ομόρριζο παλαιότ. τουρκ. merg = θάνατος (< περσ. marg, Redhouse). Πβ. και Αρχέλαος (1899: 253), ο οποίος συνδέει τη λ. με την IE ρίζα *merh2- με την σημ. ‘καταστρέφω’. Λιγότερο πιθ. ο υποχωρ. σχηματ. από το ρ. μαρκαλώνω.
Παραμυθιακή υπεράνθρωπη και εχθρική γυναικεία μορφή, δράκαινα, γιγάντισσα
ό.π.τ.
:
Από τότες η μαρκάλα μάσ̑εται τους ανθρώπους κι όποιον πιάν' τον σκοτών' και τον τρώγ'
(Από τότε η δράκαινα πολεμάει τους ανθρώπους, κι όποιον πιάνει τον σκοτώνει και τον τρώει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
βαρβαργαρού, μαρκάλισσα