μαρικό
(ουσ. ουδ.)
μαρικό
[mariˈko]
Μαλακ.
μάρικο
[ˈmariko]
Φάρασ.
Κατά τον Καρολίδη (1885: 91), από το αρμεν. ουσ. mar = μέτρο υγρών, το οπ. από το μεταγν. μάρις -εως = μέτρο υγρών, πβ. και μεσν. μάριον.