ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαραμουδιάζω (ρ.) μαραμουδιάζω [maramuˈðʝazo] Φλογ. μαραμοριάζου [maramoˈrʝazu] Μισθ. μαραμουριάζου [maramuˈrʝazu] Αραβαν., Μισθ. αραμουριάζω [aramuˈrʝazo] Αραβαν. μαραbουδιάζω [marabuˈðʝazo] Αξ. παραμιάζω [paraˈmɲazo] Φερτάκ. Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. μουδιάζω (< αρχ. αἱμωδιάω) με αφομ., πβ. ποντ. παραμωδώ = μουδιάζω πολύ. Εσφαλμένη η ερμηνεία του Κωστάκη (1977: 325) από συμφυρμό των ρ. μαραίνω και μουδιάζω. Ο τύπ. παραμιάζω σύμφωνα με τον Αλεκτορίδη (1883α: 501) από το παρα- και το ρ. μουδιάζω με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ð] και αποβολή του [u].
Μουδιάζω ό.π.τ. : Μαραμοριάζ' το πτέρι μ' (Μουδιάζει το ποδάρι μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μαραbούdιασαν τα πουγιάργια μ' (Μούδιασαν τα ποδάρια μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μουδιάζω