μαρτουβαλτσής
(επίθ.)
μαρτουβαλτσ̑ής
[martuvalˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. martavalcı = α) απατεώνας β) τερατολόγος.
Τερατολόγος, παραμυθάς.
Συνών.
μασαλτζής