μάσα
(ουσ. θηλ.)
μάσα
[ˈmasa]
Ανακ., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τελμ.
Αρσ.
μασ̑άς ο
[maˈʃas]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. μάσα (Mackridge 2021: 124), το οπ. από το τουρκ. ουσ. masa, το οπ. πιθ. είτε από το λατιν. mensa· λιγότερο πιθ. ο υποχωρ. σχηματ. από το ρ. μασιέμαι.
1. Tραπέζι
ό.π.τ.
:
Κανdζ̑ηλάφτος κατεβάζει όλες τις μικρές εικόνες και τις θέκνει πάνω σ’ ένα μάσα
(Ο καντηλανάφτης κατεβάζει όλες τις μικρές εικόνες και τις βάζει πάνω σ' ένα τραπέζι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ον κάχεται να φάγει, βαήν’ τ’ ανgώνα τ’ απάνω στο μάσα
(Όταν κάθεται να φάει αφήνει τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Φρ.
Του μάσας το σκέπασμα
(Το σκέπασμα του τραπεζιού˙ το τραπεζομάντηλο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
σοφράς, τράπεζα :1, τραπέζι :1, χοντσά
2. Τραπέζωμα, γεύμα
Σεμέντρ.
:
Έπ’κεν ντα μάσα
(Τους έκανε το τραπέζι)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Συνών.
σοφράς, τράπεζα :1, τραπέζι :2, χοντσά