ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασητήρα (ουσ. αρσ.) μασ'τήρα [maˈstira] Δίλ., Μισθ. μασ̑’τήρα [maˈʃtira] Μισθ. μασ'τσ̑ήρα [masˈtʃira] Μισθ. μάσ'τηρα [ˈmastira] Ουλαγ. μασ'τούρα [maˈstura] Μαλακ. μασ̑'τούρα [maˈʃtura] Αξ. μασίστρα [maˈsistra] Σινασσ. μασ̑ίστρα [maˈʃistra] Ανακ., Δίλ., Φλογ. μασωτήρα [masoˈtira] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. μασητήρ. O τύπ. μασωτήρα με αναλογ. επίδρ. των ρ. σε -ώνω. Ο τυπ. μασίστρα με το θηλ. παραγωγ. επίθημ. -ίστρα.
Οπίσθιο δόντι, γομφίος, τραπεζίτης ό.π.τ. : Τ’ απεσ̑’νού μ’ μασ̑’τήρα (Ο εσωτερικός μου μασητήρας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σουλαΐζ’ μασ’τήρα μ΄ (Με πονά ο τραπεζίτης μου) Μισθ. -Κοτσαν.