μασητήρα
(ουσ. αρσ.)
μασ'τήρα
[maˈstira]
Δίλ., Μισθ.
μασ̑’τήρα
[maˈʃtira]
Μισθ.
μασ'τσ̑ήρα
[masˈtʃira]
Μισθ.
μάσ'τηρα
[ˈmastira]
Ουλαγ.
μασ'τούρα
[maˈstura]
Μαλακ.
μασ̑'τούρα
[maˈʃtura]
Αξ.
μασίστρα
[maˈsistra]
Σινασσ.
μασ̑ίστρα
[maˈʃistra]
Ανακ., Δίλ., Φλογ.
μασωτήρα
[masoˈtira]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. μασητήρ. O τύπ. μασωτήρα με αναλογ. επίδρ. των ρ. σε -ώνω. Ο τυπ. μασίστρα με το θηλ. παραγωγ. επίθημ. -ίστρα.
Οπίσθιο δόντι, γομφίος, τραπεζίτης
ό.π.τ.
:
Τ’ απεσ̑’νού μ’ μασ̑’τήρα
(Ο εσωτερικός μου μασητήρας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σουλαΐζ’ μασ’τήρα μ΄
(Με πονά ο τραπεζίτης μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.