ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασιέμαι (ρ.) μασιέμαι [maˈsçeme] Φάρασ. μασ̑κιέμαι [maˈʃceme] Αξ., Σινασσ. μασ̑τιέμι [maˈʃtçemi] Μαλακ. μασιζιέμι [masiˈzʝemi] Μισθ. Αόρ. μασ̑κίσ̑τα [maˈʃciʃta] Αξ. Ενεργ. μασάου [maˈsau] Φάρασ. Από το αρχ. αποθετικό ρ. μασῶμαι. O τύπ. μασιζιέμι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω· ο μεταπλ. ήδη μεσν. (Λεξ. Κριαρ.) Το ρ. είναι αποθετικό, και εμφανίζει ενεργ. τύπ. μόνο στα Φάρασα.
Μασώ ό.π.τ. : Να με ψήσεις ση θράκα, το κρές μου ’ίνεται σέρτι, τσ̑ο μασιέται (Αν με ψήσεις στη θράκα, το κρέας μου γίνεται σκληρό, δεν μασιέται) Φκόσ. -Παπαδ. Συνών. γκαβντώ :1, κιαμουρτίζω :1, τσινεντίζω :3