μασιέμαι
(ρ.)
μασιέμαι
[maˈsçeme]
Φάρασ.
μασ̑κιέμαι
[maˈʃceme]
Αξ., Σινασσ.
μασ̑τιέμι
[maˈʃtçemi]
Μαλακ.
μασιζιέμι
[masiˈzʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
μασ̑κίσ̑τα
[maˈʃciʃta]
Αξ.
Ενεργ.
μασάου
[maˈsau]
Φάρασ.
Από το αρχ. αποθετικό ρ. μασῶμαι. O τύπ. μασιζιέμι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω· ο μεταπλ. ήδη μεσν. (Λεξ. Κριαρ.) Το ρ. είναι αποθετικό, και εμφανίζει ενεργ. τύπ. μόνο στα Φάρασα.
Μασώ
ό.π.τ.
:
Να με ψήσεις ση θράκα, το κρές μου ’ίνεται σέρτι, τσ̑ο μασιέται
(Αν με ψήσεις στη θράκα, το κρέας μου γίνεται σκληρό, δεν μασιέται)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Συνών.
γκαβντώ :1, κιαμουρτίζω :1, τσινεντίζω :3