μασκαλιάζω
(ρ.)
μασκαλιάζω
[maskaˈʎazo]
Αξ.
Από το ουσ. μασκάλη και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Αγκαλιάζω
:
Mασκάλιασεν, φίλτσεν το
(Τον αγκάλιασε (και) τον φίλησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγκαλιάζω, αγκαλίζομαι, αναγκαλίζομαι, κοτζακλαντίζω