ρεντέ
(ουσ. ουδ.)
ρενdέ
[renˈde]
Μαλακ., Σίλ.
λιανdά
[ʎanˈda]
Μισθ.
Πληθ.
ρενdέδια
[renˈdeðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. rende (< περσ. randa) = τρίφτης.
1. Τρίφτης
Μισθ.
2. Ροκάνη, πλάνη ξυλουργού
Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025