ρεντέ
(ουσ.)
ρεντέ
[renˈde]
Μαλακ., Σίλ.
λιανdά
[ʎanˈda]
Μισθ.
Πληθ.
ρεντέδια
[renˈdeðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. rende (< περσ. randa) = τρίφτης.
1. Τρίφτης
Μισθ.
2. Ροκάνη, πλάνη ξυλουργού
Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025