ρεντέ
(ουσ.)
ρεντέ
[renʹde]
Μαλακ., Σίλ.
λιανdά
[ʎanˈda]
Μισθ.
Πληθ.
ρεντέδια
[renʹdeðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. rende (< περσ. randa) = τρίφτης.
1. Τρίφτης
Μισθ.
2. Ροκάνη, πλάνη ξυλουργού
Μαλακ.