κουρκόκκο
(ουσ. ουδ.)
κουρκόκκο
[kurˈkoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κούρκι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Ανδρικό τσόχινο κεντητό μακρυμάνικο πανωφόρι