ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταϊόκκο (ουσ. ουδ.) τ͑αϊόκκο [tʰai'oko] Φάρασ. Από το ουσ. τάι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό πουλάρι Φάρασ. : Το τάι ποίdζ̑ε αν τ͑αϊόκκο (Tο πουλάρι απέκτησε ένα πουλαράκι) Φάρασ. -Dawk. Πέν ντι: «Να υπάγω τζ̑αι σο τ͑αϊόκκο σου» (Eίπε: «θα διεκδικήσω και το μικρό πουλάρι σου») Φάρασ. -Dawk. βλ. τάι