ταϊόκκο
(ουσ. ουδ.)
τ͑αϊόκκο
[tʰai'oko]
Φάρασ.
Από το ουσ. τάι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό πουλάρι
Φάρασ.
:
Το τάι ποίdζ̑ε αν τ͑αϊόκκο
(Tο πουλάρι απέκτησε ένα πουλαράκι)
Φάρασ.
-Dawk.
Πέν ντι: «Να υπάγω τζ̑αι σο τ͑αϊόκκο σου»
(Eίπε: «θα διεκδικήσω και το μικρό πουλάρι σου»)
Φάρασ.
-Dawk.
βλ.
τάι