τακικέ
(ουσ. ουδ.)
τακικά
[taciˈka]
Αξ.
τακικέ
[taciˈce]
Αραβαν.
τακέτι
[taˈceti]
Φάρασ.
Αρσ.
τ͑ακ͑ικ͑ές
[tʰakʰiˈkʰes]
Φάρασ.
Αρσ.
τ͑ακ-κάς
[tʰakˈkas]
Αφσάρ.
Πληθ.
τακικάγια
[taciˈkaʝa]
Αξ.
τακικέρια
[taciˈcerʝa]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. τακικόν = λεπτό της ώρα, το οπ. από αραβ. ουσ. daḳīḳa(t), πβ. και τουρκ. dakika.
1. Λεπτό της ώρας
ό.π.τ.
:
Λίγα τακικέρια σόνgρα το παλληκάρ' ήρτε σο γιαυτό τ'
(ύστερα από λίγα λεπτά το παλληκάρι συνήλθε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παρακαλεί τ' βασ̑ιλιού το παιγί να το ντώκ' ντέκα τακικάγια μουσαdέ
(Παρακαλεί τον γιο του βασιλιά να του δώσει δέκα λεπτά προθεσμία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Στιγμή
Φάρασ.