ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τακικέ (ουσ. ουδ.) τακικά [taciˈka] Αξ. τακικέ [taciˈce] Αραβαν. τακέτι [taˈceti] Φάρασ. Αρσ. τ͑ακ͑ικ͑ές [tʰakʰiˈkʰes] Φάρασ. Αρσ. τ͑ακ-κάς [tʰakˈkas] Αφσάρ. Πληθ. τακικάγια [taciˈkaʝa] Αξ. τακικέρια [taciˈcerʝa] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. τακικόν = λεπτό της ώρα, το οπ. από αραβ. ουσ. daḳīḳa(t), πβ. και τουρκ. dakika.
1. Λεπτό της ώρας ό.π.τ. : Λίγα τακικέρια σόνgρα το παλληκάρ' ήρτε σο γιαυτό τ' (ύστερα από λίγα λεπτά το παλληκάρι συνήλθε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παρακαλεί τ' βασ̑ιλιού το παιγί να το ντώκ' ντέκα τακικάγια μουσαdέ (Παρακαλεί τον γιο του βασιλιά να του δώσει δέκα λεπτά προθεσμία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Στιγμή Φάρασ.