ταμάχι
(ουσ. ουδ.)
ταμάχ̇ι
[taˈmaxi]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ταμάχι, το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) tamah = πλεονεξία.
Πλεονεξία
ό.π.τ.