χοπλάτημα
(ουσ. ουδ.)
χοπ͑λάτημα
[xoˈphlatima]
Φάρασ.
χοπλάιμα
[xoˈplaima]
Μισθ.
Από το ρ. χοπλαντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.