χόρσα
(ουσ. θηλ.)
χόρσα
[ˈxorsa]
Μισθ.
Πιθ. από το μεσν. κόρτζα = γωνία (λόγω της γωνιώδους μορφής του συγκεκριμένου οστού, το οποίο επιστημονικώς ονομάζεται δίκρανο), το οπ. από το αρχ. ουσ. κόρση = α) κεφαλή β) κρόταφος β) έπαλξη, κλίμακα (Τζιτζιλής 1995: 80).
Το διχαλωτό κόκκαλο του στήθους της όρνιθας το οπ. εξέταζαν για να δουν τις μεταβολές του καιρού ή άλλα μελλούμενα
Μισθ.